- δικαιοῖς
- δικαιόωset rightpres opt act 2nd sgδικαιόωset rightpres subj act 2nd sgδικαιόωset rightpres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δικαίοις — Δίκαιος observant of custom masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαίοις — δίκαιος observant of custom masc/neut dat pl δίκαιος observant of custom masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
EPICLERAE — Graece Ε᾿πίκληροι dictae sunt aqud Athenienses, virgines, quibus fratres non erant: Orbae veteribus Latinis vocatae. Hoc nomine autem veniebant filiae, licet plures fuissent, dummodo nulli adessent virilis sexûs liberi. Scholiastes Comici ad hunc … Hofmann J. Lexicon universale
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
εύορκος — η, ο (Α εὔορκος, ον) αυτός που τηρεί τον όρκο του, ο πιστός στον όρκο του («εἴ τι χαίρεις ἀνδρός εὐόρκου τρόποις», Αριστοφ.) νεοελλ. συνεκδ. ευσυνείδητος, ειλικρινής αρχ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος με τον όρκο κάποιου («λόγοις δικαίοις χρωμένοις … Dictionary of Greek